bleeding edge
 

σιλιγν(ιάριος) [ὁ | προγεγραμ]μ(ένος) → σιλιγν(ιάριος) |9a [υἱ]ὸ̣ς̣ Π̣έλεκις γενομέ(νου) (καὶ) αὐτοῦ σιλιγνιαρ(ίου) καὶ Πατρικίας ἀναδεχόμ(ενος) τὴν γνώμην τοῦ ἐμοῦ υἱοῦ ᾽Ιωάννου ἐκ μητρὸς τῆς μακαρίας μου | [γ]α̣μ(ετῆς) (am Original), J.M. Diethart, Z.P.E. 39 (1980), S. 192.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #