bleeding edge
 

Τ̣ε̣ῶς [Τ]ε̣ῶτος [ϛ∟ ] σπό(ρος) (π̣υ̣ρ̣ῶ̣ι̣) γεω(ργός) αὐτός

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #