bleeding edge
 

χω(ρίον) Ψὲν α̣ λ(ίτραι) κα δ(ιὰ) τ(ων) ἀπὸ Πτεμψαεί | κτλ. Bell, briefl. Wessely, zustimmend.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #