bleeding edge
 

πρὸ <τῆ>ς | συμπληρώσεως → wohl πρὸ {σ} | συμπληρώσεως, P.J. Sijpesteijn, Z.P.E. 71 (1988), S. 116, Anm. 5

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #