bleeding edge
 

βάλαι (l. βαλεῖν, B.L. 6, S. 194) → καῦσαι, P. J. Sijpesteijn, Z.P.E. 70 (1987), S. 137-138.ὠμ(ο)πλίνθ(ους) (B.L. 6, S. 194) → ὠμ(ό)πλινθ(α), C. Gallazzi, Analecta Pap. 2 (1990), S. 127-128, Anm. zu Z. 2. ὑπὲρ ἀναλώμ(ατος) ἄλλ(ας) κ[έ]ρ(ματος) μ(υριάδας) υν (καὶ) (ὑπὲρ) ἑπι̣γ̣ρ̣(αφῆς) [κέρματος] → ὑπὲρ ἀναλωμ(άτων) ἄλλ(ων) ἡ (μερῶν) ι μ(υριάδας) υν (καὶ) (ὑπὲρ) ἐρ̣γ̣(ατῶν), P.J. Sijpesteijn, S. 138, Anm. 19.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #