bleeding edge
 

Κιμίω πολ(ιτευόμενος?) → κιμιωπόλ(ης), l. κεμιοπώλης oder καιμιοπώλης, K.A. Worp, Z.P.E. 112 (1996), S. 161.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #