bleeding edge
 

ἀθυμ̣ο̣ῦν̣[τας] ε̣ὐ̣θ̣ύ̣μ[ο]υ̣ς | εισστιν τοὶς (l. ἵστησιν (?) τοὺς) → ἀθυμ̣ο̣ῦν̣[τες] ε̣ὔ̣θ̣υ̣μ[ο]ι̣ς | εἰσστιν τοὶς (l. εὔθυμοί εἰσιν οἱ ?).

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #