bleeding edge
 

`ἕν´. μὴ πέμψε μοι ὃ λε̣ί̣π̣ει ἀνάλομα (l. ἀνάλωμα)· προσέρχω μοι → εἰ μὴ πέμψε μοι ὀλίγον ἀνάλομα (l. ἀνάλωμα), προσέρχωμαι (l. προσέρχομαι), J. Gascou, Chr.d’Ég. 59 (1984), S. 343.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #