bleeding edge
 

Erg.: [γί(νεται) κ(εράτια)ϛ∟ζ(υγῷ). ὁ (αὐτὸς) σ]τοιχ(εῖ) und ζ(υγῷ) ... → ζ(υγῷ) γί(νεται) κ(εράτια) ϛ ζ(υγῷ)

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #