bleeding edge
 

L. wohl [π(αρὰ) τοπίου Φοιβάμμ(ωνος) γ]ε̣[ωργ(ίου) Θαλμόου] ν̣ο̣(μίσματα) δ (l. ζ) usw., Schnebel S. 45, 1.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #