bleeding edge
 

ἀλλωσοντεσο (l. ἀλωήσοντός σου) → αλλασοντεσο‵υ′, l. ἀλλάξονται <παρὰ> σοῦ, J.M. Diethart, C.P.R. 10, S. 10.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #