bleeding edge
 

→ καὶ παρὰ ἡμᾶς ο̣ἱ̣ π[ρογ]εγραμμέ(νοι) ἐνεγκεῖν αὐτὰ κοῦφα κ.τ.λ.; εἰρημένης: ειρημμενης Pap., P. Jernstedt, V.D.I. 40 (1952), 2 S. 210-215.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #