bleeding edge
 

[γ(ίνεται) ± 14 ]ε̣ν → wohl [γίν(εται) χρ(υσοῦ) νο-(μίσματα) β εἰς ο]ἴ̣ν(ου), N. Kruit, Z.P.E. 94 (1992), S. 179.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #