bleeding edge
 

τεύτερ(ος) (l. δεύτερος) → wohl τευτερ(άριος) (l. δευτεράριος); δευτεράριος μειζότερος ist ,,senior assistent", W. Brashear, Z.P.E. 56 (1984), S. 61-63.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #