bleeding edge
 

τοῦ κουρ(άτορος) ἐπιστούλιο(ν) (l. ἐπιστόλιον) → τοῦ κουρεπιστουλαρ(ίου) (nach dem Photo), D. Hagedorn, F. Mitthof, Z.P.E. 117 (1997), S. 188.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #