bleeding edge
 

Die Erg. ὑπὲρ - - - ὀν(όματος) - - -] → wohl ὑπὲρ (διμοίρου) μέρ(ους) ὀν(όματος) ᾽Απολλώνιος], B. Palme, ᾽Απαιτητής S. 247, Anm. 192.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #