bleeding edge
 

᾽Ανδρέα̣ <τοῦ> λαμπρ(οτάτου) | καὶ πολιτ(ευομένου) (Anm. des Ed.) → wohl ᾽Ανδρέα̣ (l. Ανδρέας) λαμπρ(ότατος) | καὶ πολιτ(ευόμενος), P.J. Sijpesteijn, Z.P.E. 73 (1988), S. 54, Anm. 4.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #