bleeding edge
 

→ (καὶ) (ὑπὲρ) ναύλ(ου) καμήλ(ων) ξα νο(μισμάτια) β (κεράτια) ιγ, P.J. Sijpesteijn, Z.P.E. 71 (1988), S. 117 und Anm. 11 (am Original).

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #