bleeding edge
 

ἔχι (l. ἔστι) εὐγενέστατος → ἔχι (l. ἔχει) εὐγενεστάτος (l. εὐγενεστάτως), T. Hägg, Z.P.E. 54 (1984), S. 111.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #