bleeding edge
 

σφυρίδιον μικρόν. ῎Εχωσι ῥάκους | φυν̣ί̣κας (l. ῥάκεα φοινίκεα) → σφυρίδιον μικρὸν ἔχων Σι̣ρακοὺς | φυν̣ί̣κας (l. ἔχον Συριακοὺς φοίνικας), N. Gonis, Z.P.E. 119 (1997), S. 143-144 und Anm. 36.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #