bleeding edge
 

π[α]ρέχει [τ]οῦ τὰ λήματ̣α̣ ( = λείμματα) π̣ρ̣α̣θ̣ῆναι βοη[θοῦ]ντάς σε παρὰ τέχνας. τῶν ἐρίων [οὖν αὐτῷ] ἀπόστ[ε]ιλ̣ον, Karl Fr. W. Schmidt, Philol. Wochenschr. 57 (1937), S. 1007 f.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #