bleeding edge
 

᾽Εγὼ ᾽Αθανάσιο̣[ν προ]σ̣α̣γ[ο]ρ̣εύω: viell. ᾽Εγὼ ᾽Αθανάσιο̣[ς προ]σ̣α̣γ[ο]ρ̣εύω, P. Neph. 1, Anm. zu Z. 10.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #