bleeding edge
 

κ̄η̄ ᾽Ανουβᾶτι ἡλοκόπ(ῳ) | δίχορον ᾱ ..., | ἐπράθη γ̄ ἐκ ʃ δ̄ κτλ. W., A III 401.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #