bleeding edge
 

[ἐκ δε]ξιῶν [χαίρειν. Βούλομαιμ ισθώσα]|σθαι ἐπ᾽ ἔτηπέν[τε ] κτλ. Pr. W., A III 544.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #