bleeding edge
 

ἐσκεψάμην, <ἵν᾽ ἄ>ν μὴ ὀχλεῖν δοκ<ῇ, τῶν κτ>ηνῶν σ̣ὺ τὰ ἀνα̣<γκαιότατα> ἐμ̣<οὶ> σ̣υναγά̣γῇ<ς καὶ τὸ φόρετρ̣>ον π<αρα̣>δῇ<ς> (πυροῦ) (ἀρτάβας) <ι?>, Karl Fr. W. Schmidt, Göttingische Gel. Anz. 197 (1935), S. 315.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #