bleeding edge
 

| [τὴν μὲν ή]μίσιαν ἀπὸ ἀναπαύσεως, | [τὴν δ᾽ἄλλην ήμίσι]αν [ἀπὸ] καλαμίας κτλ. W., A_I 159. Pr.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #