bleeding edge
 

ὀρθῶς καὶ [κα] | λῶς γεγενῆσθ[αι ἐπ]ερωτη[θέντες] ὡμολόγησαν. ῾Ο δὲ χ[ρηματισμὸς ..]α .. ἐ̣τ̣ε̣|λειώθη κινδύνῳ κτλ. Hunt, GgA. 1897, 458.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #