bleeding edge
 

λιβανωτόν | [τινα σ]υναγοράσας ἀγα|[θὰ εὐ]χόμενος | [ἐπίθυ]ε. ᾽ακούομεν κτλ. Wilamowitz bei G.-H., P. Oxy. II S. 320.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #