bleeding edge
 

L. τῶ[ν π]αρ᾽ ἑκάτερα π[ρ]οσπαρακειμένων (sc. στοῶν) ἰδιωτι-κ(αῖς) οἰκ(ίαις), Wilcken, Archiv 7, 105, 1.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #