bleeding edge
 

πρὸς τὰ ἤδη κεκριμένα μάτην παρ[ε]νοχλοῦντος, οὗ → πρὸς <τοὺς> τὰ ἤδη κεκριμένα μάτην παρ[ε]νοχλοῦντος, <δι’> οὗ, Mitteis, Chrest. 89.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #