bleeding edge
 

πρωτοπραξίας φυλασσο][[μένης τῷ] δημοσί[ῳ. Περὶδὲ τοῦ ταῦτα ὀρθῶς. Pr. Pr., um die Lũcke zu füllen.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #