bleeding edge
 

βασιλικοῦ γρ(αμματέως) ̣[ ̣ ̣] ̣ → βασιλικοῦ γρ(αμματέως) ε̣ἰ̣[ς τό], Wilcken, Chrest. 220.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #