bleeding edge
 

οὐλὴ ἀνκῶνι ἀριστερῷ μετὰ κυ[ρίου τῆς Θασῆτος] | τοῦ προγεγρ(αμμένου) υἱοῦ Στοτοήτεως τῆς ὁμ[ολογούσης] | ἀδελφῇ Σαβα[ϊ]αιτοῦς ὡς (ἐτῶν) νε ἄ[σημος (l. ἀσήμῳ), τοῦ δὲ Στοτο] | ήτ[ε]ως θίᾳ (= θείᾳ) διὰ φροντιστοῦ κτλ. Gradenwitz, A III 4131. BGU. I S. 356.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #