bleeding edge
 

αὔρ [ε] ιν (= αὔριον). Κά θ᾽ ἡμέρα | ταὐτά Καὶ ἄ [κ]ίρηται κτλ. Wilcken bei Lietzmann, Griech. Pap. Nr. 9.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #