bleeding edge
 

διὰ Πτολ·(εμαίου) ᾽Αχιλλᾶ. | Πτολεμαίο (υ) Πτολ(εμαίου) το (ῦ) καὶ ᾽Ιούστ(ου) εἰς Γάιον Οὐαλ(έριον) ᾽Ιοῦστ(ον) | κ (ατ) οί (κων) ς καὶ εἰς κτλ. BGU. III S. 8. briefl. laut Orig.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #