bleeding edge
 

(κεντουρίας) Πρ[ίσκου oder Πρ[όκλου κατὰ κέλευσιν oder ἐξ ἐπιστολῆς | τοῡ ἐ]πάρχου (B.L. 5, S. 108) → (κεντυρίας) Πρ[όκλου | β(ενε)φ(ικάριον) ἐ]πάρχου, M.P. Speidel, Aeg. 66 (1986), S. 168.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #