bleeding edge
 

[στ]ρατη[γῷ] … ηλίῳ (nicht Αὐρηλίῳ) | ῾Ι [π] ποκράτειἐξετά̣σα̣ντι ἐπ᾽ | ἀ,|λη̣[θ]είαιδικαιοδοτ̣ῆσαι. W., A III 380.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #