bleeding edge
 

῟Ωρ[ο]ς [μικρ]ὸ(ς) Πακ[ύσεως (?) (δραχμὰς) ..] ἐπιδεξ(άμενος) [ἀν(τ᾽)] αὐ(τοῦ) ᾽Επεὶφ α (δραχμὰς) ..], Karl Fr. W. Schmidt, Philol. Wochenschr. 61 (1941), S. 85.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #