bleeding edge
 

ἠ μὲν σοθήσωμαι (= εἰ μὲν σωθήσομαι) ταύτης, ἧς ἐν ἐμοὶ ἀσθενίας, τοῦτόν μοι ἐξένικον (= τοῦτό μοι ἐξένεγκον). BGU. III S. 2; vgl. BGU. II S. 354 u. I S. 396.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #