bleeding edge
 

τὴ(ν) ἐμὴ(ν) | τηρῶ, ἵνα μὴ δυσχερὴς οὖσα ἡ παράδειξις αὐτῆς τὴν πρᾶσιν ἐνποδείζηι, προτιθέσθω δὲ ἐν δημοσίωι ὑπὸ τῶν κωμογ(ραμματέων)καὶ βα(σιλικοῦ) γρ(αμματέως) γεγειτνειαμένη, κατὰ δὲ κτλ. Schubart bei Plaumann, Der Idioslogos S. 62 (Abh. Akad. Berlin 1919 Nr. 17).

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #