bleeding edge
 

[ἀμ]έ̣|λειάν σοι, τέκνον, εὔχ̣[ομαι] . | τῷ → [Δι]ὸ̣ (oder [Κα]ὶ̣) | λείαν (l. λίαν) σοι, τέκνον, εὐχ̣[αρισ]|τῶ, J.M.S. Cowey, Z.P.E. 80 (1990), S. 289

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #