bleeding edge
 

L. ὁποίαν εὐε̣[ργεσίαν κατὰ] χ[άρι]ν - - - |19 π ρ̣[ Verbum ἐκ τ]ῶ[ν] - - - - εἴσ[ε]σ̣θε ἐντυ |20 χό[ντες] τ̣οῖς, Schubart, brieflich.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #