bleeding edge
 

ὀψωνίω[ν μου οὗ ἐν]ί̣κ̣ὴσα καὶ ἐ[σ]τε[φανώθην ] | [᾽Ολ]υμ-πικοῦ ἀ[γῶνος ἐν] Βόστρ[ᾳ (oder Βόστροις) ] | κτλ. W., A III 544.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #