bleeding edge
 

βε] | [βαι]ῶ̣ σοι τὸ κ̣[ατὰ τὴν πρᾶσιν] → βεβαι] | [ώσει]ν̣ σοὶ τοὺ̣[ς αὐτοὺς ὄνους]

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #