bleeding edge
 

σὺν θ(εῷ) συμβολαιουγράφο (υ). | [Μίσθ]ωσ(ις) γεναμέ(νη) π(αρὰ)(?) Βάνου ἀρτοκό(που) κτλ. Hunt, P. Grenf. II S. 217.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #