bleeding edge
 

θεμένου. | [Δι᾽ ἐμοῦ συμβολαιογρ]άφ(ου) (stenographische Zeichen). Δ(ιὰ) Βίκ(τορος) κτλ. W., A III 121.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #