bleeding edge
 

᾽Α[π]οχὴ βιβλ (ιοφύλακος) (βιβλ Pap.) τῆς ἐν Πατρικ(οῖς) βιβλιοθ(ήκης) κτλ. W., briefl., laut Orig.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #