bleeding edge
 

| [παρὰ] Αὐρηλίω[ν] Πλή(νιος) νεωτ(έρου) Κτί(στου) καὶ Π λ ή [(ν ι ο ς)] | [ ] .... παστοφόρου βοηθων | κτλ. W., A III 568. zustimmend Mitteis, briefl. (laut Orig.).

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #