bleeding edge
 

ὀγδόης ἰνδικτίονος | ᾽Ισίδωρος (lies: ᾽Ισιδώρῳ) ᾽Απολλοδώρου. | Δέδωκες ὑπὲρ κτλ. W., briefl.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #