bleeding edge
 

η″ ἰνδικ(τίονος) ᾽Ισίδωρος (lies: ᾽Ισιδώρῳ) | ᾽Απολλοδώρο[υ]. Δέδωκες ύπὲρ κτλ. W., briefl.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #